εξτρεμιστικός

εξτρεμιστικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εξτρεμισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξτρεμιστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον εξτρεμισμό ή τον εξτρεμιστή (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”